κτηνοπρεπής

κτηνοπρεπής
κτηνο-πρεπής, ές, dem Tiere geziemend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κτηνοπρεπής — κτηνοπρεπής, ές (AM) αυτός που αρμόζει σε κτήνος, κτηνώδης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κτηνοπρεπές η κτηνωδία. επίρρ... κτηνοπρεπῶς (AM) όπως αρμόζει σε κτήνος, κτηνωδώς αρχ. παραλόγως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αρχαιο πρεπής …   Dictionary of Greek

  • κτηνοπρέπεια — κτηνοπρέπεια, ἡ (Μ) [κτηνοπρεπής] η ιδιότητα τού κτηνοπρεπούς, η κτηνωδία …   Dictionary of Greek

  • κτηνόφρων — κτηνόφρων, ον (Α) αυτός που σκέπτεται σαν κτήνος, κτηνώδης, κτηνοπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + φρων (εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας φρεν , πρβλ. φρένες), πρβλ. θεό φρων, ματαιό φρων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”